Το Αγαθονήσι είναι το βορειότερο νησί του Δωδεκανησιακού συμπλέγματος και βρίσκεται πολύ κοντά στη Σάμο. Έχει έκταση 14,4 τετραγωνικά χιλιόμετρα, πλούσιο θαλάσσιο διαμελισμό με απάνεμους όρμους και πολλές μικρές βραχονησίδες, όπως η Πίτα, η Στρογγυλή, το Νερονήσι, το Κατσαγάνι και το Κουνελονήσι. Είναι ένας τόπος ιδανικός για ξεκούραστες και ήρεμες διακοπές, για ατέλειωτες βουτιές σε πραγματικά κρυστάλλινα νερά, για αληθινή επικοινωνία με απλούς και ανεπιτήδευτους ανθρώπους. Εδώ, η απείραχτη νησιώτικη φύση συνδυάζεται με τον παραδοσιακό τρόπο ζωής και την αυθεντική Ελληνική φιλοξενία. Ένας παράδεισος με αδιατάρακτη οικολογική ισορροπία, με αρχέγονες θρησκευτικές και λαϊκές παραδόσεις, μυρωδιές αγριοβότανων και φρεσκοψημένου ψωμιού, ήχους από τον παφλασμό κυμάτων και των φτερών του Αιγαιόγλαρου. To Αγαθονήσι εντάσσεται στην προστατευόμενη περιοχή NATURA 2000 ως πολύτιμο καταφύγιο σπάνιων πουλιών (Αιγαιόγλαρος κ. α.). Μετά την αναγνώριση του νησιού σε Κοινότητα (1954), γίνονται διάφορα έργα ανάπτυξης: Διανοίξεις και τσιμεντοστρώσεις δρόμων, η λειτουργία αυτόνομου σταθμού παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος, η κατασκευή λιμένα, η λειτουργία ελικοδρομίου, η κατασκευή δικτύου ύδρευσης, η λειτουργία χώρου υγειονομικής ταφής απορριμμάτων και πολλά άλλα. Από το 2011, με την εφαρμογή της νέας διοικητικής διαίρεσης της χώρας κατά το Πρόγραμμα Καλλικράτης η κοινότητα προήχθη σε Δήμο, σύμφωνα με το άρθρο 1,§ 2.10. Β. αυτού, με την ίδια περιφέρεια που είχε ως κοινότητα. Οι κάτοικοι του Αγαθονησίου ασχολούνται με την γεωργία, την αλιεία και την κτηνοτροφία και με στήριξη του Αγροτικού Συνεταιρισμού. Επίσης ως αλιεργάτες στις μονάδες ιχθυοκαλλιέργειας που λειτουργεί στο νησί. Μερικοί εργάζονται ως υπάλληλοι στις υπηρεσίες του νησιού. Τα τελευταία χρόνια με την ανάπτυξη του τουρισμού, έχει δημιουργηθεί μικρή τουριστική υποδομή και έχουν ανεγερθεί μικρές μονάδες ενοικιαζομένων δωματίων με 120 κλίνες περίπου. Στις απογραφές των τελευταίων δεκαετιών παρατηρείται μείωση του πληθυσμού με εξαίρεση την τελευταία, όπου επέρχεται μια μικρή αύξηση σε σχέση με τις προηγούμενες. Στο Αγαθονήσι υπάρχουν τρεις οικισμοί: το Μεγάλο Χωριό, το Μικρό Χωριό και ο Άγιος Γεώργιος. To Μεγάλο Χωριό είναι ο μεγαλύτερος και αρχαιότερος οικισμός του νησιού, αθέατος από τη θάλασσα (όπως κτίσθηκε από παλιά για να προστατεύει τους κατοίκους από τις πειρατικές επιδρομές). Αρχιτεκτονική ιδιαιτερότητά του είναι ο πέτρινος τοίχος γύρω από τα σπίτια με μεγάλες πόρτες - εισόδους στον οικισμό. To Μεγάλο Χωριό αριθμεί σήμερα περί τους 120 κατοίκους, ενώ οι άλλοι δύο οικισμοί, το Μικρό Χωριό και ο Άγιος Γεώργιος που αποτελεί και το κύριο λιμάνι του νησιού, αριθμούν μόλις 15 κατοίκους ο καθένας. Η περιοχή του Καθολικού στα Β. Α. φιλοξενεί ιχθυοκαλλιέργειες και συγχρόνως αποτελεί αλιευτικό καταφύγιο ως φυσικό λιμάνι. Συγκοινωνιακά το νησί εξυπηρετείται τέσσερις φορές την εβδομάδα με πλοίο και συνδέεται με τα νησιά Κάλυμνο έως Πυθαγόρειο Σάμου, δύο φορές με ταχύπλοο από Κάλυμνο μέχρι Αγαθονήσι και μια φορά την εβδομάδα με τη Ρόδο. Όσον αφορά την εξυπηρέτηση και την βελτίωση της ζωής των κατοίκων του Αγαθονησίου, τα τελευταία χρόνια γίνονται μεγάλες προσπάθειες. Έτσι δημιουργήθηκαν και λειτουργούν: • Γυμνάσιο • Κέντρο Εξυπηρέτησης Πολιτών • Ταχυδρομείο • Λιμενικό Φυλάκιο • Αίθουσα Πολιτιστικών Εκδηλώσεων • Δημοτικό Κτίριο Επιβατών Λιμένα • Δημοτικό Οδοντιατρείο • Δημοτικό Αρτοποιείο • Δημοτικό Πρατήριο Καυσίμων • Γήπεδο Ποδοσφαίρου • Γήπεδο 5 x 5 Το νησί αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα λόγω της θέσης του και είναι πύλη των παράνομων μεταναστών προς την Ελλάδα . Ιστορία του Αγαθονησίου Στους ιστορικούς χρόνους το Αγαθονήσι αναφέρεται ως Ψετούσσα, ο Θουκυδίδης το ονομάζει Τραγαία, ενώ ο Στράβων και ο Στέφανος ο Βυζάντιος το ονομάζουν -μαζί με τις γειτονικές νησίδες- Τραγαίαι και ο Πλούταρχος Τραγιά. Η Τραγαία είναι η πατρίδα του φιλοσόφου Θεόγιτου, μαθητή του Αριστοτέλη. Μετά τους Κάρες, Δωριείς και Ίωνες εποίκισαν διαδοχικά το νησί, κοντά στο οποίο πραγματοποιήθηκε το 494 π. Χ. η ναυμαχία της Λάρδης, μεταξύ του Περσικού και του Ιωνικού στόλου. Κατά τη βυζαντινή περίοδο πιθανότατα εποικίστηκε από βυζαντινούς εξόριστους στους οποίους, λέγεται, οφείλεται και το σημερινό γλωσσικό ιδίωμα των κατοίκων του, μια ιδιαίτερα καθαρή ελληνική διάλεκτος. Το νησί εποικίστηκε και εγκαταλείφθηκε πολλές φορές από τους κατοίκους του, λόγω δυσμενών συνθηκών, με τελευταία εγκατάσταση αυτή Πατμίων και Φουρνιωτών, στις αρχές του 19ου αιώνα. Το 1294 δωρήθηκε στην Ιερά Μονή Πάτμου, ενώ το 1522 πέρασε κι αυτό στην κατοχή των Τούρκων. Στις 6 Αυγούστου 1824 κατέφυγε εδώ ο ηττημένος τουρκοαιγυπτιακός στόλος - άλλωστε ως το 14ο αιώνα αποτέλεσε και καταφύγιο πειρατών - ενώ στις 29 του ίδιου μήνα, διεξήχθη στα ανατολικά του νησιού η ναυμαχία του Γέροντα. Το 1912, το Αγαθονήσι, ακολουθώντας τη μοίρα των Δωδεκανήσων, περιήλθε στην ιταλική κατοχή, το 1943 το κατέλαβαν οι Γερμανοί και ενσωματώθηκε οριστικά στην Ελλάδα στις 7 Μαρτίου 1948. Το Αγαθονήσι έκτοτε υπάγεται διοικητικά στο Δήμο Πάτμου και το έτος 1954 αναγνωρίσθηκε σε ιδιαίτερη Κοινότητα.
Πηγή: wikipedia.org